-
1 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
2 трос
το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάριτο καραβόσκοινοзадерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσηςкокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трос
См. также в других словарях:
κοκόλιπος — το χημ. λιπαρά ύλη που λαμβάνεται με συμπίεση τής σάρκας τού πυρήνα τών καρπών τού κοκοφοίνικα και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, και ύστερα από εξευγενισμό της, στη βιομηχανία τροφίμων, αλλ. λίπος τού κόκο ή βούτυρο τού κόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. κόκο +… … Dictionary of Greek
κόπρα — Η αποξηραμένη ψίχα (σαρκώδες ενδοσπέρμιο) της ινδικής καρύδας, δηλαδή του καρπού του κοκκοφοίνικα. Βλ. λ. κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος. * * * η βοτ. ενδοκάρπιο τού κοκοκαρύου από το οποίο έχει αφαιρεθεί το περίβλημα και το οποίο έχει υποστεί αποξήρανση … Dictionary of Greek
φοινικόγαλο — το, Ν βοτ. το γαλακτώ δες σακχαρούχο υγρό τού ενδοσπερμίου τού καρπού τού κοκοφοίνικα, που είναι πλούσιο σε συστατικά και έχει ευχάριστη γεύση, αλλ. γάλα τής καρύδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας + γάλα] … Dictionary of Greek
σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… … Dictionary of Greek
φοινικέλαιο — το, Ν (βοτ. βιομ. τροφ. τεχνολ.) α) φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τού ελαιοφοίνικα και το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία β) το έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τού κοκοφοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος… … Dictionary of Greek
Πολυνησία Γαλλική — Υπερπόντιο Έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας, στην Ωκεανία, που αποτελείται από πάνω από μια εκατοντάδα νησιά και νησάκια, συναθροιζόμενων στις διοικητικές περιοχές Ιλ ντε λα Σοσιετέ (Προσήνεμα Νησιά, 1173 τ. χλμ. · Υπήνεμα Νησιά, 474 τ. χλμ. ·… … Dictionary of Greek
καρύδα — η [καρύδι] 1. ο καρπός τού κοκοφοίνικα 2. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς … Dictionary of Greek
κοκοκάρυο — το βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, κν. ινδική καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. noix de coco. Η λ. είναι νόθο σύνθ. διότι το α συνθετικό της είναι ξεν. προελεύσεως (βλ. κόκο) ενώ το β συνθετικό είναι απόδοση (noix «κάρυο,… … Dictionary of Greek
κόιρ — το βοτ. ίνα που λαμβάνεται από τον καρπό τού κοκοφοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. coir < γλώσσα Ταμίλ τής νότιας Ινδίας kayiru] … Dictionary of Greek
κόκος — ο (βοτ) επιστημονική ονομασία τού κοκοφοίνικα, γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες, που ανήκει στην τάξη αρεκώδη ή, σύμφωνα με άλλα ταξινομικά συστήματα, στην τάξη σπαδικανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
φοινικοκάρυο — το, Ν βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, η καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + κάρυο] … Dictionary of Greek